Ένας πολύ φτωχός άντρας ζει με τη μητέρα, τη γυναίκα και τα έξι τους παιδιά, σε ένα δωμάτιο μιας φτωχικής καλύβας. Η στενότητα του χώρου προκαλεί καυγάδες και φωνές και έτσι, ο άνδρας απευθύνεται στον ιερέα του χωριού, ζητώντας βοήθεια. Εκείνος του συστήνει να πάρει μέσα στο δωμάτιο τις κότες, τον κόκορα και τη χήνα του. Η ζωή γίνεται ακόμα πιο δύσκολη για την οικογένεια και τον ίδιο, αφού στην αρχική φασαρία, προστίθενται λαλήματα, κακαρίσματα και πούπουλα στη σούπα. Ο ιερέας του συστήνει να βάλει στην καλύβα και την κατσίκα και την αγελάδα. Όταν η ζωή γίνεται κόλαση, ο ιερέας τον συμβουλεύει να βγάλει τα ζώα από την καλύβα. Τότε ο άνδρας βιώνει ευτυχία, οικογενειακή θαλπωρή και ο χώρος του φαίνεται επαρκής για μια γαλήνια ζωή με την οικογένειά του.